- επιφυής
- ης, ες1) зоол , бот. сидячий; 2) наростовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιφυής — ές 1. αυτός που φύεται μετά ή πάνω στην επιφάνεια άλλου 2. βοτ. αυτός που φύεται απευθείας πάνω στο στέλεχος τού φυτού, ο άμισχος («φύλλα ή άνθη επιφυή») 3. ιατρ. (για όγκο ή σάρκωμα) αυτός που εκβλαστάνει από τη σάρκα και προσφύεται πάνω στο… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κυκλάμινο — (Cyclamen). Γένος φυτών της οικογένειας των πριμουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 19 είδη. Πρόκειται για ετήσιες, κονδυλόρριζες πόες, μικρού ύψους, με σφαιρικό κόνδυλο, νεφροειδή ή καρδιοειδή φύλλα με πρωτότυπες αποχρώσεις και … Dictionary of Greek
ροιαδώδη — Τάξη δικοτυλήδονων φυτών, συνήθως ποωδών, στην οποία υπάγονται οι 2 σπουδαίες οικογένειες των παπαβεριδών και κρουτσιφόρων, καθώς και οι λιγότερο πλούσιες σε είδη, αλλά πολύ συγγενείς προς αυτές, οικογένειες των φουμαριιδών, καππαριδιδών και… … Dictionary of Greek
βερβερίδα — (berberis). Γένος θάμνων της οικογένειας των βερβεριδών, με 160 είδη. Είναι φυτά του βορείου ημισφαιρίου και την Ινδίας, από τα oποία σπουδαιότερο είναι η β. η κοινή, ύψους 1 2,5 μ. με βλαστούς λεπτούς, γεμάτους αγκάθια, που προέρχονται από τη… … Dictionary of Greek
κομβολβουλίδες ή κονβολβουλίδες — (convolvulaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών. Περιλαμβάνει περίπου 85 γένη θαμνωδών ή ποωδών φυτών, που χαρακτηρίζονται από λεπτούς, έρποντες ή αναρριχώμενους βλαστούς και απλά, ορισμένες φορές λοβωτά, κατ’ εναλλαγή… … Dictionary of Greek